- στεναχωράω
- στεναχωράω / στεναχωρώ, στεναχώρεσα βλ. πίν. 62
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
στεναχωρώ — 1 → δες στενοχωρώ 2 στεναχώρησα βλ. πίν. 73 3 στεναχώρεσα βλ. πίν. 76 και πρβλ. στεναχωράω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής